- ἰσονομίας
- ἰσονομίᾱς , ἰσονομίαequal distributionfem acc plἰσονομίᾱς , ἰσονομίαequal distributionfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανισονομία — η το αντίθετο της ισονομίας, δηλ. η άδικη απονομή προνομίων ή επιβολή υποχρεώσεων στους πολίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ισονομία. Η λ. μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή (1748 1833)] … Dictionary of Greek
ισοκρατία — ἰσοκρατία, ἡ (Α) [ισοκρατής] 1. ισότητα ισχύος ή δυνάμεως, ισοδυναμία 2. ισότητα δικαιωμάτων, ισοτιμία, ισονομία, δημοκρατικό πολίτευμα, αντίθ. τού τυραννίς («ἰσονομίας καταλύοντες», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… … Dictionary of Greek
προτίμηση — η / προτίμησις, ήσεως, ΝΜΑ, δωρ. τ. προτίμασις Α [προτιμῶ] 1. το να τιμά ή να εκτιμά κανείς κάποιον («πλήθους τε ἰσονομίας πολιτικῆς καὶ ἀριστοκρατίας σώφρονος προτιμήσει», Θουκ.) 2. η απόδοση μεγαλύτερης σημασίας ή αξίας σε κάποιον ή σε κάτι 3.… … Dictionary of Greek
συνεταιρισμός — Ως γενικότερη έννοια, σ. είναι κάθε οργανωμένη σύμπραξη πολλών προσώπων που επιδιώκουν τον ίδιο, συγκεκριμένο σκοπό. Την ελευθερία της συγκρότησης τέτοιων ομάδων συνεργασίας για την επιδίωξη νόμιμων σκοπών εγγυούνται τα συντάγματα όλων των… … Dictionary of Greek